- ἀγκιστρωτά
- ἀγκιστρωτόςbarbedneut nom/voc/acc plἀγκιστρωτά̱ , ἀγκιστρωτόςbarbedfem nom/voc/acc dualἀγκιστρωτά̱ , ἀγκιστρωτόςbarbedfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
ογκινωτός — ή, ό [όγκινος] αυτός που το άκρο του έχει αγκιστρωτά δόντια («ογκινωτός ήλος» ειδικό καρφί για το κάρφωμα τού ξύλινου σκελετού τών πλοίων, η χάρπα) … Dictionary of Greek
σωληνόγλυφος — η, ο, Ν ζωολ. (για ερπετά) αυτός που φέρει δηλητηριώδη αγκιστρωτά κοίλα δόντια τα οποία είναι τοποθετημένα στο μπροστινό μέρος τής άνω γνάθου με σκαμμένη αύλακα στο πίσω μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ αγγλ. solenoglypha < σωλήν, ῆνος +… … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek